-
1 είτε
σύνδ. употр, обычно парно:είτε... είτε или, либо;είτε ο ένας είτε ο άλλος — либо один, либо другой;
θα αναχωρήσω απόψε είτε — абрю я уеду сегодня или завтра;
μόνο[ν], είτε με τό[ν] φίλο σου, σας περιμένουμε — ждём либо тебя одного, либо с другом